Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΣΗ ΩΣ ΟΥΤΟΠΙΚΗ ΑΠΟΛΑΥΣΗ
Γιατί φωτογραφίζουμε; Να μια σωστή ερώτηση! Αρκούντως υπαρξιακή, που στοχεύει στην ουσία των πραγμάτων. Θα μπορούσε φυσικά στο ερώτημα “Γιατί φωτογραφίζουμε;” να υπονοείται και η χρήση της φωτογραφίας ως καλλιτεχνική έκφραση. Δηλαδή θα μπορούσε πιθανόν να είναι ισοδύναμο με το ερώτημα “Γιατί κάνουμε φωτογραφία;”.
Η αλήθεια είναι βέβαια ότι ολοκληρώνουμε την καλλιτεχνική μας πράξη παρουσιάζοντας, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, τις φωτογραφίες μας στο κοινό. Πολλές φορές δε η διαδικασία του editing, η επιλογή της φόρμας των τυπωμένων φωτογραφιών, του τρόπου ανάρτησής τους στον εκθεσιακό χώρο ή της διάταξης των εικόνων στις σελίδες ενός λευκώματος, καθορίζουν και διαμορφώνουν αποφασιστικά το τελικό έργο που καταθέτουμε. Με λίγα λόγια δεν νοείται τέλεση της καλλιτεχνικής πράξης χωρίς την αλληλεπίδραση του έργου με το κοινό.
Γιατί όμως ο άνθρωπος κάνει τέχνη; Διαχρονικά φιλόσοφοι αλλά και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες μάς δίνουν τη δική τους προσέγγιση. Ο Αριστοτέλης στην 'Ποιητική' του (κεφ.4) αναφέρει ότι “...η μίμηση είναι σύμφυτη στον άνθρωπο από την παιδική του κιόλας ηλικία...” και ότι “... τις πρώτες γνώσεις του τις αποκτά με τη μίμηση...”. Ως μίμηση νοείται από τον Αριστοτέλη η αναπαράσταση της πραγματικότητας. “Για τον Hegel '...ένα έργο τέχνης είναι ένα μέσο με το οποίο ο άνθρωπος εξωτερικεύει αυτό που είναι [...]. Ο άνθρωπος ασχολείται με την τέχνη για να αναγνωρίσει τον εαυτό του στη μορφή των πραγμάτων που δημιουργεί, για να απολαύσει τον εαυτό του ως μια εξωτερική πραγματικότητα.'” (1) Ο Γιέρζι Γκροτόφσκι μεταξύ άλλων γράφει: “...Γιατί κάνουμε τέχνη; Για να παραβιάσουμε τα όριά μας, να επεκτείνουμε τα όριά μας, να καλύψουμε το κενό μας, να ολοκληρωθούμε. Αυτό δεν αποτελεί συνθήκη, αλλά συνιστά μια πορεία, όπου, εκείνο που είναι σκοτεινό μέσα μας, φωτίζεται σιγά σιγά...” (2)
Ας παρατηρήσουμε το μηχανισμό του βλέμματος και ας αναρωτηθούμε ποιος βλέπει ποιον. “...'να υποθέσουμε' τον κόσμο που μας περιβάλλει με τις αρχές, τους θεσμούς, τις απαγορεύσεις και τα ιδεώδη που υποκινεί, με μια λέξη 'τον Άλλο ως έναν ζωντανό καθρέφτη, κατά τρόπον ώστε όταν τον κοιτάω', δεν κοιτάω εγώ, αλλά 'εκείνος κοιτάζεται σε μένα και βλέπεται στη θέση μου, στη θέση που κατέχω σε αυτόν...'” (3) Ουσιαστικά δηλαδή δεν παίρνω εγώ τη φωτογραφία, αυτή με παίρνει!
Μια φωτογραφική εξόρμηση δεν είναι ποτέ ούτε τελείως αυθόρμητη ούτε άδολη. Η λειτουργία ενός πολύπλοκου μηχανισμού που εδρεύει στον ψυχισμό μας μας παρακινεί να το κάνουμε. “Παρατηρώντας κανείς τις κινήσεις ενός ανθρώπου που είναι εφοδιασμένος με μια φωτογραφική μηχανή (ή μια φωτογραφική μηχανή που είναι εφοδιασμένη με τον άνθρωπό της) είναι σαν να παρακολουθούμε μια ενέδρα, τις κινήσεις ενός κυνηγιού.' (4) 'Αυτός ο όρος της σκοποβολής αντιστοιχεί στην περιγραφή της 'ορμής' από τον Φρόϋντ που πάντα έχει μια ώθηση, μια πηγή, έναν στόχο και ένα αντικείμενο. Όταν όμως μιλάμε για 'ορμή' -κατά άλλους 'ενόρμηση'- και το αντικείμενό της, τίθεται θέμα επιθυμίας του υποκειμένου. Το αντικείμενο γίνεται αίτιο της επιθυμίας, που αποτελεί προϊόν των επιδράσεων που έχει δεχτεί το υποκείμενο.' (5) Αυτό γίνεται αισθητό ως ένα δίχτυ από πολιτιστικά αντικείμενα-εμπόδια, που ο φωτογράφος προσπαθεί να υπερκεράσει για να εκφράσει -όσο αυτό είναι δυνατό- ότι πιο κοντινό και αληθινό σ' αυτό που έχει στην ψυχή του! Ως επιπλέον εμπόδιο μπορούν να λογιστούν και οι περιορισμοί που ορθώνει η φωτογραφική μηχανή με τα όριά της και τις περιορισμένες τεχνικές δυνατότητες που προσφέρει.
Συναισθανόμενος λοιπόν ο φωτογράφος την κατάστασή του ως ένα κατακερματισμένο ον προσπαθεί να ενώσει τον κόσμο του βάζοντάς τον σε ένα κάδρο και έτσι έχει κι αυτός ο ίδιος την ψευδαίσθηση ότι είναι ένας Εαυτός και όχι πολλοί. Πασχίζει να καταγράψει το κενό, το τίποτα. Αντιλαμβάνεται ότι είναι καταδικασμένος να τρέχει πίσω από την έλλειψή του. Με αγωνία προσπαθεί να διακρίνει τα κρυφά νοήματα που κρύβονται πίσω και πέρα από τον καθρέφτη, να εντοπίσει και να καταλάβει αυτό που του συμβαίνει. Αφήνεται να φωτογραφίζει τον κόσμο με τρόπο που τον οδηγεί το ίδιο του το ασυνείδητο, το κλείστρο της μηχανής ανοιγοκλείνει σαν από μόνο του, επιλέγει τι θα φωτογραφήσει σε χρόνο που δεν του αφήνει το περιθώριο να το καλοσκεφτεί.... Εκ των υστέρων μπαίνει στο παιχνίδι των ερμηνειών. 'Γιατί φωτογράφισα;' και 'Τι φωτογράφισα;', 'Γιατί αυτό και όχι το άλλο;'.
Αποκαλύπτεται μια άλλη, μοναδική πραγματικότητα που εκ των υστέρων εκπλήσσει ακόμη και τον ίδιο το φωτογράφο! “...η φωτογραφία ξεπερνά την παραδοσιακή διάκριση ανάμεσα στο ρεαλισμό και τον ιδεαλισμό: 'πραγματικός' δεν είναι ούτε ο κόσμος 'εκεί έξω', ούτε η έννοια ΄μέσα' στο πρόγραμμα της συσκευής· 'πραγματική' είναι μόνο η φωτογραφική εικόνα που αναδύεται'... (8)
Πολλοί φωτογράφοι στην ερώτηση 'Τι είναι αυτό που σας έκανε να ξεκινήσετε να φωτογραφίζετε;' απαντούν ότι επηρεάστηκαν από το έργο του ενός ή του άλλου φωτογράφου, ότι τους συγκίνησε η ομορφιά μιας φωτογραφίας, μια εικαστική σκέψη, η επιδραστικότητα ενός καλλιτέχνη. “Η συνειδητοποίηση του φωτογράφου ως αμοιβαία ανταλλαγή γνώσεων ανάμεσα στον εαυτό και τον Κόσμο, είναι η συνειδητοποίηση αυτού του 'ορατού-της-ζωής' που δεν μοιάζει καθόλου με το ορατό με το οποίο συνδιαλλασσόμασταν μέχρι τώρα· πρόκειται για ένα υπαρξιακό ορατό.' (9) Στην ουσία ανακαλύπτει μ΄ αυτόν τον τρόπο έναν δημιουργικό τρόπο για να μπορέσει και ο ίδιος να εξερευνήσει τον κόσμο, να τον κατανοήσει και να επιδράσει στην κοινωνία δείχνοντάς της αυτό που κατανόησε. “Είναι λοιπόν μέσα στην πρόθεση κάθε καλλιτέχνη να συμμετάσχει στην υπαρξιακή εξέλιξη της ανθρωπότητας· να διεξαγάγει μια προσωπική αναζήτηση αλήθειας, ελευθερίας και πνευματικότητας, προσπαθώντας να ξεφύγει από τη φυλακή του σώματος, τη φυλακή που έχει γίνει ο κόσμος. Αυτό το 'και-εγώ' είναι θα 'λεγα η παγίδα, μια παγίδα όμως που σε τελική ανάλυση εκπαιδεύει, παγίδα-εκπαιδευτής λοιπόν, την οποία στήνει το Ωραίο στο Εγώ' ... (10)
Το Νοέμβριο του 2020, στη διάρκεια της δεύτερης καραντίνας λόγω του covid-19, στην προσπάθειά μου να αποκρυπτογραφήσω όλα αυτά τα πρωτόγνωρα που συμβαίνουν στη ζωή μας και την θέτουν σε παύση, ωθήθηκα στο να ξεκινήσω μια σειρά καθημερινών, νυχτερινών φωτογραφήσεων στο δρόμο, μετά τις 9 που σταματούσε η κυκλοφορία, με αιτιολογία τη βόλτα του σκύλου μου. Η εκκωφαντική απουσία των ανθρώπων από το αστικό περιβάλλον ήταν σχεδόν τρομακτική! Φωτογραφίζοντας μου δόθηκε η ευκαιρία να συνειδητοποιήσω ποια είναι τα ανθρώπινα όρια στην απομόνωση, το φόβο για το θάνατο, πώς είναι να βιώνεις το ανοίκειο. Φυσικά δεν μιλάμε για απεικόνιση της πραγματικότητας, ούτε καν της δικής μου αλήθειας! Μετά βίας ξεδιαλύνω μέσα μου την εικόνα που επιθυμεί ο Άλλος να έχω γι αυτόν και τη δική μου θέση από όπου φωτογραφίζω τον κόσμο.
Βιβλιογραφικές
Αναφορές
(1)
Παπαδημητρόπουλος, Π. (2017) Το Θέμα και
η Φωτογραφία, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις
University Studio Press (σελ.240)
(2) Γκροτόφσκι, Γ. (2010) Για ένα φτωχό θέατρο, Αθήνα: Εκδόσεις Κοροντζή (Οπισθόφυλλο)
(3) (Συλλογικό) (2017) Το φύλο μου, ο εαυτός μου (Σιδηρόπουλος, Χ., 'Η φωτογραφία ως καθρέπτης χωρίς επιφάνεια'), Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ (σελ.44)
(4) Flusser, V. (1998) Προς μια Φιλοσοφία της Φωτογραφίας, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις University Studio Press (σελ.33)
(5) (Συλλογικό) (2017) Το φύλο μου, ο εαυτός μου (σελ.42)
(6)
Παπαδημητρόπουλος, Π. (2017) Το Θέμα και
η Φωτογραφία (σελ.239)
(7) Παπαδημητρόπουλος,
Π. (2017) Το Θέμα και η Φωτογραφία (σελ.237)
(8) Flusser, V. (1998) Προς μια Φιλοσοφία της Φωτογραφίας (σελ.36)
(9) Παπαδημητρόπουλος, Π. (2017) Το Θέμα και η Φωτογραφία (σελ.240)
(10) Παπαδημητρόπουλος, Π. (2017) Το Θέμα και η Φωτογραφία (σελ.241)